εκβολή

εκβολή
η (AM ἐκβολή)
1. το να εκβάλλεται κάτι, να βγαίνει από τη θέση του, εξαγωγή, βγάλσιμο («εκβολή ριζών»)
2. το μέρος όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα
νεοελλ.
(ως ναυτικός όρος) είδος αβαρίας
αρχ.-μσν.
1. εκδίωξη, εξορία
2. φρ. «ἐκβολὴ ἄρθρου» — εξάρθρωση, βγάλσιμο
μσν.
1. άνοιγμα («πρὸς ἐκβολὴν τῆς πόρτας»)
2. εξαγωγή προϊόντων
3. πτώση τού απευθυσμένου («περὶ ἐκβολὴν κόλου»)
4. τέλος στίχου
αρχ.
Ι. 1. απόρριψη περιττού φορτίου στη θάλασσα
2. απόρριψη, αποβολή
3. αναβλάστηση
4. έκθεση σε κοινή θέα
5. δίοδος, στενό πέρασμα
6. πάροδος ή διακλάδωση, δρόμος που αποχωρίζεται από τον κύριο δρόμο
7. οτιδήποτε αποβάλλεται ή πετιέται (α. «δικέλλης ἐκβολή» — χώμα βγαλμένο από τη δικέλλα
β. «οὐρεία ἐκβολή» — βρέφος πεταμένο σε όρος)
8. μουσ. διάστημα πέντε διέσεων
9. εκβολάδα
10. ηθική κατάπτωση
11. (για γυναίκα) διώξιμο, διαζύγιο
II. φρ.
1. «ἐκβολὴ δακρύων» — ροή δακρύων, δάκρυα που αναβλύζουν
2. «ἐκβολὴ ὀδόντων» — εξαγωγή ή πέσιμο δοντιών
3. «ἐκβολὴ ἐμβρύου» — αποβολή εμβρύου ή έκτρωση
4. «ἐκβολὴ λόγου» — παρέκβαση
5. «ἐκβολαὶ σίτου» — η εποχή κατά την οποία σχηματίζονται τα στάχυα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐκβολή — throwing out fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκβολή — η 1. βίαιη εξαγωγή, απόσπαση, εκδίωξη: Εκβολή εμβρύου (άμβλωση). 2. (για ποταμό), ιδίως στον πληθ., οι εκβολές το στόμιο, το σημείο όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα. 3. (ναυτ.), είδος αβαρίας, η χύση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκβολῇ — ἐκβολῆι , ἐκβολεύς inspector of dykes masc dat sg (epic ionic) ἐκβολή throwing out fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβολῆ — ἐκβολεύς inspector of dykes masc nom/voc/acc dual ἐκβολεύς inspector of dykes masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίλανση ή εκβολή — Μέθοδος μηχανικής επεξεργασίας, η οποία εκμεταλλεύεται την ιδιότητα ελατότητας ορισμένων μετάλλων και συνθετικών υλών, για να τα μεταβάλει από κομμάτια ή πλάκες, σε κοίλα σώματα, με διατομή μικρότερη από τη διατομή του αρχικού τεμαχίου και με… …   Dictionary of Greek

  • ἐκβολαῖς — ἐκβολή throwing out fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβολαῖσι — ἐκβολή throwing out fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβολαῖσιν — ἐκβολή throwing out fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβολαί — ἐκβολή throwing out fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβολῇσιν — ἐκβολή throwing out fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”